Δένδρο περιήγησης: | Ἀρχική Σελίδα | Ποιμαντική | Διαδικτυακός Ἄμβωνας | Ἔτος 2016 | 2016_02_16 Ἡ ψυχασθένεια τῆς ὑπερηφάνειας καί ἡ διαστροφή τοῦ ἐγωισμοῦ
Η ΨΥΧΑΣΘΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΕΓΩΪΣΜΟΥ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
(Λουκᾶ ΙΗ΄ 10-14)
Νά, λοιπόν, πού δίχως νά τό καταλάβουμε φθάσαμε στίς πύλες τοῦ Τριωδίου. Τῆς χρονικῆς αὐτῆς περιόδου, κατά τήν ὁποία ἀκόμα περισσότερο καλούμαστε νά δοῦμε ἀντικειμενικά τήν κατάστασή μας τήν πνευματική καί στή συνέχεια ν” ἀγωνιστοῦμε. Καί ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, δέν ἐτέθη τυχαίως τό Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα τοῦ »Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου» τήν Κυριακή αὐτή.
Ἀλλά καί μόνο στό ἄκουσμα τῆς λέξεως »Φαρισαῖος» αἰσθανόμαστε μιά ἀντίδραση μέσα στήν καρδιά μας. Καί δικαίως, ἀφοῦ, ἐν ἀντιθέσει μέ τόν Τελώνη πού δικαιώνεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, ὁ ὑπερήφανος »πιστός» Φαρισαῖος ἀπορρίπτεται. Ἀπορρίπτεται ἡ παράλογη συμπεριφορά του καί ταυτοχρόνως γίνεται ἄκρως ἀποκρουστικός ἀπ” ὅλους τούς ἀνθρώπους, εἴτε αὐτοί πιστεύουν, εἴτε βιώνουν ἄλλες ἀρνητικές καταστάσεις.
Πράγματι, δέν ὑπάρχει χειρότερη κατάσταση γιά τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν κατάσταση τῆς ὑπερηφανείας γιά τόν ἴδιο, καί δέν ὑφίσταται πιό ἐνοχλητική κατάσταση γιά τό κοινωνικό σύνολο, ἀπό τήν ὑπερήφανη συμπεριφορά. Καί τοῦτο, διότι ὁ παραλογισμός αὐτός ἔχει καί ἄλλα συνεπακόλουθα, πού τελικῶς καταβαραθρώνουν τόν ὑπερήφανο ἄνθρωπο.
Χρειάζονται ἀποδείξεις γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές;
Πρώτη καί χειρότερη εἶναι ἡ ἀποξένωσις τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Ὁ ἐγωιστής ἀποξενώνεται καί τελικῶς ἀποκόπτεται ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, διότι θεωρεῖ ὅτι δέν ἔχει ἀνάγκη τόν Θεό, οὔτε χρειάζεται στή ζωή του τήν προστασία τῆς Θεοτόκου καί δέν ἐπικαλεῖται τή θαυμαστή βοήθεια τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἐγωισμός του φθάνει σέ τέτοιο σημεῖο, πού ὄχι μόνο ἀρνεῖται, ἀλλά λοιδορεῖ τήν πίστη καί τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Φθάνει μάλιστα νά καυχᾶται γιά τό ὅτι εἶναι ἄθεος. Καυχᾶται ἐπί παραδείγματι γιά τό ὅτι ἀρνεῖται τό μυστήριο τοῦ Γάμου (ὑπογράφοντας »σύμφωνο συμβιώσεως» ἤ τελώντας »πολιτικό γάμο»). Διατυμπανίζει ὅτι δέν βαπτίζει τά παιδιά του καί ὅτι, ὅσον ἀφορᾷ τό ὄνομά τους, ἁπλῶς τούς δίνει μόνος του ἕνα ὄνομα (δίκην σκύλου καί ἄλλων τετραπόδων) καί, γενικῶς, καταφρονεῖ τήν ὕπαρξη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Ὅμως, τό νά καυχᾶται κάποιος γιά τό ὅτι ἔχασε τήν πίστη του, εἶναι ὡσάν νά καυχᾶται ἕνας ἄρρωστος γιά τό ὅτι ἔχασε τήν ὑγεία του. Ὅπως, λοιπόν, εἶναι παράλογο τό νά χαίρει ὁ ψωριασμένος γιά τήν ψώρα του καί ὁ λεπρός γιά τή λέπρα του, ἔτσι, καί πολύ περισσότερο, καταντᾷ ἀφύσικο νά προβάλλει ὁ ἐγωιστής καί ὑπερήφανος τήν ταλαίπωρη ἀθεΐα του καί τήν ψυχική του διαστροφή.
Θά πρέπει δέ νά γνωρίζει ὁ κάθε ἄνθρωπος πώς τίποτε ἄλλο δέν ἀπεχθάνεται ὁ Θεός τόσο, ὅσο τούς »ὑψηλόφρονας λογισμούς» καί τόν παγιωμένο ἐγωισμό, πού ἀποξενώνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἀγάπη Του καί τόν καταντοῦν ὥστε νά εἶναι χειρότερος ἀπό κτῆνος, δοθέντος ὅτι μακράν τῆς σωστικῆς Χάριτος ὁ ἄνθρωπος φθάνει νά διαπράττει ἔργα πού καί αὐτή ἡ φύσις τῶν ζώων ἀποστρέφεται.
Ἄν, ὅμως, ἡ ὑπερηφάνεια τῆς ἀθεΐας ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σ” αὐτή τήν ὑποκτηνώδη κατάσταση, ὁ ἐγωισμός στόν ἄνθρωπο, πού οἰκοδομεῖται ἐπάνω σέ ἕνα ὑπόστρωμα κίβδηλης πίστεως καί κορυφώνεται μέ τήν οἴηση καί τήν ἔπαρση ἔναντι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, καί μάλιστα τῶν πιστῶν, ὁδηγεῖ σέ μιά καθαρῶς δαιμονική κατάσταση.
Ὁ »πιστός ὑψηλοκάρδιος» δέν εἶναι παρά ἕνας ἀκάθαρτος ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ (Παροιμ. ΙΣΤ” 5).
Γι” αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μέσῳ τῆς σημερινῆς παραβολῆς, ξεσκεπάζει τήν ἀρρωστημένη συμπεριφορά του καί τονίζει τόν ἀποκρουστικό του χαρακτῆρα. Τόν χαρακτῆρα ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου, πού μέσα στήν κοινωνία καί στήν Ἐκκλησία πάσχει ἀπό »φαρισαϊσμό», ὁ ὁποῖος παγιώνεται πλέον ὡς ὅρος »τεχνικός» γιά ὅλες τίς ἐποχές καί χαρακτηρίζει ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος τό μόνο πού ἐνδιαφέρεται νά κάνει εἶναι τό νά ἀναδεικνύει μόνο καί μόνο τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του (τόν ἐγωισμό του) καί νά αὐτοδικαιώνεται. Καί αὐτό, δυστυχῶς, τό κάνει, εἴτε φαίνεται νά εἶναι πιστός, εἴτε κινεῖται στόν παράλογο καί νοσηρό χῶρο τῆς ἀθεΐας.
Ἀλλά ἡ κλίμακα τῆς ὑπερηφανείας, πού μέ τή θέλησή του κατέρχεται ὁ ἄνθρωπος, δέν σταματᾷ μόνο στήν ἀπόρριψη τῶν ἀδελφῶν του. Δυστυχῶς, φθάνει σέ ἔχθρα καί πρός τόν ἴδιο τόν Θεό. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος τό διακηρύσσει ξεκάθαρα: »Ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται» (Α” Πετρ. ε” 5). Δηλαδή, ὄχι πλέον ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Θεός στέκεται σάν σέ πόλεμο ἀντιμέτωπος μέ τόν ἴδιο τόν ὑπερήφανο. Βεβαίως, ὅπως ὅλοι κατανοοῦμε ἐδῶ, ἡ ἔκφραση αὐτή εἶναι καθαρά ἀνθρωπομορφική καί θέλει νά δηλώσει μέ τοῦτο ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια ἔρχεται σέ ἄμεση ἀντίθεση μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος τή δέχεται, ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερηφανείας του, μέ ἄκρως ἀρνητικά τά ἀποτελέσματα.
Τό κύριο χαρακτηριστικό τῶν ἀνθρώπων πού φέρουν ἐπάνω τους τόν ἐγωισμό καί τήν ὑπερηφάνεια μέ τή μορφή τῆς ἀπιστίας καί τοῦ ἀθεϊσμοῦ εἶναι τό νά ἀποκόπτουν τόν ἑαυτό τους ἀπό τήν Ἐκκλησία καί λυσσωδῶς νά Τήν κτυποῦν ἀπό τά ἔξω. Τό δέ ἰδιαίτερο γνώρισμα τῶν ὅσων καλύπτουν τήν ἀσθένεια τῆς ὑπερηφανείας μέ ἕνα μανδύα »θρησκευτικότητας» εἶναι τό νά ταλαιπωροῦν τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῶν ἔνδον.
Ἀλλά ὁ ὑπερήφανος, ἑπόμενο εἶναι, νά δέχεται καί ὁ ἴδιος τόν ἀντίκτυπο τῆς πνευματικῆς ἀνισορροπίας του, καί μάλιστα μέ τόν πιό σκληρό τρόπο. Ἐνῷ, δηλαδή, παρουσιάζει μιά ἐγωϊστική συμπεριφορά, ὥστε νά τόν θαυμάζουν οἱ »κατώτεροι» συνάνθρωποί του, τελικῶς τό »φυτόν τῆς πονηρίας», ὅπως ὀνομάζει τόν ἐγωισμό ὁ σοφός Σειράχ (Γ” 20), τό ὁποῖο ποτίζει ὁ ἐγωϊστής μέ τό φαρμάκι τῆς καρδιᾶς του, ἀποπνέει τέτοια »δυσοσμία», πού κάνει τό περιβάλλον του νά τόν ἀποστρέφεται. Ἔτσι λοιπόν, τελικά, ὁ ὑπερήφανος λαμβάνει ὡς πληρωμή τῆς συμπεριφορᾶς του τήν ἀπομόνωση ἀπό τούς ἀνθρώπους.
Ὥστε λοιπόν, κύριε, δέν εἶσαι »ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων». Εἶσαι κάτι τό διαφορετικό! Πολύ καλά, λοιπόν. Σοῦ πρέπει ἡ μοναξιά καί ἡ ἀπομόνωσις. Διότι, τά πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων ἔχουν ἀνάγκη τῶν προσώπων τῶν καταδεκτικῶν καί τῶν ὁμοιοπαθῶν τους »ἐν ταῖς ἀσθενείαις». Ἀφοῦ ὅμως ἐσύ, μέ τά »καθαρά» σου χέρια, ἀγγίζεις καί αὐτά τά ὑψηλά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, σέ ἀφήνουμε στήν παγερή σου καί ἀπρόσωπη »ἡσυχία», γιά νά μήν σοῦ ταράζουμε τήν ὑψηλόφρονα ἰδέα περί τοῦ ἐαυτοῦ σου.
Ξεδίπλωσε, λοιπόν, ἀκόμα περισσότερο τόν »μετεωρισμό» τοῦ ἀνερμάτιστου νοός σου, κατρακύλισε ἔτι πλέον, ἀφοῦ αὐτό ἐπιλέγεις, στήν ἀηδία τοῦ αὐτοερωτισμοῦ σου, χτίσε τό ἐπαχθές εἴδωλο τοῦ ἐγωισμοῦ σου καί ἄφησε ἐμᾶς τούς ταλαίπωρους στή συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας μας καί τῆς ἀστοχίας μας.
Ὄχι, δέν μποροῦμε νά συνοικοδομήσουμε τόν »χάρτινο πύργο», πού στήν πρώτη πνοή τῆς Χάριτος καί στήν ἔκφανση τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ θά σωριαστεῖ. Ἐμεῖς, ἔχουμε τώρα ἀνάγκη, μετά τήν ἐπίγνωση τῆς καταστάσεώς μας, δηλαδή μετά τήν προσβολή πού τολμήσαμε νά κάνουμε στή θεϊκή ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ, νά ἐγκλείσουμε τόν »φιλομάκελλον κύνα», τόν νοῦ, μέσα στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς καί νά τόν κρατοῦμε ἐκεῖ μέ συντριβή. Νά ἡσυχάζει ἐκεῖ στή νήψη καί στήν προσευχή. Καί τοῦτο, διότι ἔχει ἄμεση ἀνάγκη νά θεραπευθεῖ καί νά ἐξισορροπήσει.
Θλιβόμαστε, βεβαίως, γι” αὐτό τό κατάντημά σου καί δέν σέ κατηγοροῦμε, διότι κι ἐμεῖς λυπήσαμε τή Χάρη. Εἴθε ὁ Θεός νά ἐλεήσει πρῶτα ἐμᾶς καί μαζί μ’ ἐμᾶς κι ἐσένα, καί εἴθε ἐσύ ὁ ἴδιος νά καλλιεργεῖς τήν ταπείνωση τοῦ νοός σου, διότι στό τέλος θά χάσεις καί τήν ὀλίγη λογική πού σοῦ ἔχει ἀπομείνει.
Τώρα, ἔργο δικό μας εἶναι τό νά κάνουμε πράξη τό »ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ » τοῦ τελώνου. Καί αὐτό φυσικά ἐντός τοῦ »ναοῦ». Μέσα δηλαδή στόν χῶρο τῆς »Κιβωτοῦ τῆς Σωτηρίας», τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου λειτουργεῖ ἡ Χάρις, διά τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, τῆς προσευχῆς καί τοῦ ἱεροῦ ὄντως ἀγῶνος τῆς ψυχοσωματικῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ.
Πράγματι, φίλοι μου, »μισητή ἔναντι ἀνθρώπων ὑπερηφάνεια» (Σοφ. Σειραχ Ι” 7). Κανένας δέν ἀγαπᾷ τόν ὑπερήφανο. Οὐδείς προστρέχει στή συντροφιά του. Ἡ παρουσία του κουράζει, ἀποσυντονίζει, ταράσσει καί ἐκνευρίζει. Χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή καί ἱκανότητα αὐτοκυριαρχίας κατά τή συναναστροφή, καί περισσότερο κατά τή συνεργασία, μέ ἕναν ἐγωιστή καί ὑπερήφανο ἄνθρωπο, ἀφοῦ εἶναι σχεδόν βέβαιο πώς τίς περισσότερες φορές, στό τέλος, μεγαλύτερη θά εἶναι ἡ πνευματική ζημιά καί ἡ ψυχική φθορά, παρά τό ὁποιοδήποτε ὄφελος ἀπό τή συναναστροφή μας μέ αὐτόν.
Ἀλλά τό χειρότερο πού μπορεῖ νά πάθει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ἀνεπανόρθωτη πνευματική ζημιά, ὁ ἀπόλυτος σκοτασμός τοῦ νοός του, πού δέν εἶναι παρά αὐτός ὁ ἴδιος ὁ παραλογισμός. Καί ἄνευ ἀντιρρήσεως, ἡ ἀθεΐα ἀποδεικνύεται παραλογισμός καί ἀσθένεια βαρυτάτη, ἕως καί ἀνίατη. Ἡ δέ ὑπερηφάνεια, στόν χῶρο τῆς πίστεως, ἀποκαλύπτει καταστάσεις “ψυχασθένειας” καί δαιμονισμοῦ.
Ἀδελφοί μου, δέν θέλει καί πολύ ὁ ἄνθρωπος γιά νά ξεφύγει καί νά ἀρχίσει νά γεύεται τό »γλυκόπικρο» ποτό τοῦ φαρισαϊσμοῦ. Ἀντιθέτως, ἡ ἰσόβιος τελωνική κατάστασις τῆς συντριβῆς καί τῆς μετανοίας ἀποδεικνύεται ὅτι εἶναι ἡ ἀρχή τῆς θεραπείας τῆς ψυχῆς. Διαμορφώνει καί ἀποκαλύπτει ἰσορροπημένες, κατά τό μᾶλλον ἤ ἧττον, τίς ψυχικές δυνάμεις, ἀλλά ἀπαιτεῖ »βίαν φύσεως διηνεκῆ» στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας γιά νά ἀποφέρει καρπόν, σύμφωνα μέ τήν ἀσκητική Της Παράδοση.
Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις, λοιπόν, ἔρχεται τελικά καί ἡ δικαίωσις ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος τονίζει ὅτι, μετά τήν αὐτομεμψία του καί τή μετάνοιά του, ὁ Τελώνης »κατέβη δεδικαιωμένος».
Εἴθε κι ἐμεῖς νά ἀξιωθοῦμε αὐτῶν τῶν καταστάσεων, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς αὐτομεμψίας, τῆς ἑκούσιας συντριβῆς, τῆς ἀγάπης καί τῆς συμπάθειας πρός τούς ἀδελφούς καί τέλος εἴθε νά ἀξιωθοῦμε νά βιώνουμε στό βάθος τῆς ὑπάρξεώς μας τήν τελωνική καρδιακή προσευχή, τό «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ἤ τό ἰσότιμό του, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».
Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Ἰωήλ Κωνστάνταρος